πλευρισμός
Look at other dictionaries:
πλευρισμός — ὁ, Α 1. ο υπολογισμός τής πλευράς 2. ανάχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. ισμός τών ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek